- αναβαλλόμενος
- ο (μτχ. τού αρχ. ἀναβάλλω ως ουσ.)λέγεται χωρίς κάποια ορισμένη σημ. σε φρ. όπως «τού έψαλα τον αναβαλλόμενο», «άκουσε τον αναβαλλόμενο» κ.λπ., για να δηλώσει έντονες παρατηρήσεις και επιπλήξεις.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένη μτχ. ενεστ. τού ρ. αναβάλλομαι. Οι φράσεις που εμπεριέχουν τον τ. πήραν τη σημασία τους από την αρχή τής περικοπής του ργ΄ Δαβιτικού ψαλμού «Ὁ ἀναβαλλόμενος («περιβληθείς») φῶς ὡς ἱμάτιον...», πιθ. επειδή ο ψαλμός, λόγω του ότι είναι μακροσκελής και περιέχει πολλά, όχι ευκατάληπτα, για τη δημιουργία τού κόσμου, είχε καταστεί βαρετό ακρόαμα κατά την ακολουθία τού εσπερινού].
Dictionary of Greek. 2013.